ανεπάρκεια

ανεπάρκεια
Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται όργανο ή ιστός του σώματος που δεν είναι σε θέση να επιτελέσει αποτελεσματικά τη λειτουργία του. Η α. οφείλεται βασικά σε οργανική βλάβη, αλλά είναι δυνατόν να παρουσιαστεί χωρίς την εμφανή πρόκληση οργανικής βλάβης (περιπτώσεις λειτουργικών α.). Οι α. που αφορούν ζωτικά όργανα του ανθρώπινου σώματος έχουν ιδιαίτερη σοβαρότητα και διακρίνονται στις εξής μορφές: Καρδιακή α. Εμφανίζεται όταν η εφαρμογή των βαλβίδων ενός καρδιακού στομίου δεν είναι ικανοποιητική και έχει ως συνέπεια την παλινδρόμηση του αίματος στην κοιλότητα της καρδιάς. Αναπνευστική α. Εμφανίζεται όταν παρεμποδίζεται, εξαιτίας συμπίεσης, όγκου ή καταστροφής παρεγχύματος, η μετάβαση της απαραίτητης ποσότητας αέρα στις πνευμονικές κυψελίδες, με συνέπεια τη μείωση ή την κατάπαυση της οξυγόνωσης του αίματος. Ηπατική α. Εμποδίζει την ομαλή παραγωγή χολής και γλυκογόνου και εξασθενεί την αντιτοξική λειτουργία του συκωτιού. Νεφρική α. Εμποδίζει ή αναστέλλει τη λειτουργία αποβολής των προϊόντων του ανθρώπινου σώματος, η συσσώρευση των οποίων προκαλεί σοβαρές συνέπειες (οίδημα, ουραιμία). Αδενικές α. Τέτοιες είναι οι α. του θυρεοειδούς, που προκαλεί μυξοίδημα, ή των γεννητικών αδένων, που προκαλεί στείρωση. Α. των επινεφριδίων. Προκαλεί ατονία και τη νόσο του Άντισον. Ανεπάρκεια αορτικής βαλβίδας: η βαλβίδα δεν κλείνει ερμητικά και αυτό επιφέρει επιπλέον έργο στην καρδιά.
* * *
η
1. έλλειψη επάρκειας
2. αδυναμία, ανικανότητα
3. Ιατρ. μη κανονική λειτουργία κάποιου οργάνου του σώματος
4. ανεπάρκεια όρων
έλλειψη συνθηκών κατάλληλων για να παραχθεί κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεπαρκής. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον φιλόλογο και αρχαιολόγο Στέφανο Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανεπάρκεια — η έλλειψη της αναγκαίας ποσότητας, ικανότητας κτλ.: Του είχαν καταλογίσει υπηρεσιακή ανεπάρκεια. – Στην αγορά υπάρχει ανεπάρκεια ψαριών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρδιακή ανεπάρκεια — Βλ. λ. καρδιά (Καρδιακή ανεπάρκεια) …   Dictionary of Greek

  • ηπατική ανεπάρκεια — Το απειλητικό για τη ζωή τελευταίο στάδιο βαριάς πάθησης του ήπατος, κατά το οποίο μπορεί να χρειαστεί ο ασθενής να καταφύγει σε μεταμόσχευση ήπατος …   Dictionary of Greek

  • στεφανιαίος — α, ο / στεφανιαίος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με στεφάνι ή αυτός που ανήκει στο στεφάνι νεοελλ. φρ. α) «στεφανιαία ανεπάρκεια» ιατρ. ανεπάρκεια αιμάτωσης τών στεφανιαίων αρτηριών, δυσαναλογία μεταξύ προσφερόμενου αίματος και τροφικών αναγκών …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • αγορανομική νομοθεσία — Το σύνολο των διατάξεων που αφορούν την αγορανομία, τις αρμοδιότητες και το αντικείμενό της, τον καθορισμό των αγορανομικών αδικημάτων και των ποινών τους, τη ρύθμιση των ορίων τιμών και ποσοστών κέρδους των προϊόντων κατά κατηγορίες και,… …   Dictionary of Greek

  • επινεφρίδια — Ενδοκρινείς αδένες των σπονδυλωτών. Ο άνθρωπος και τα άλλα θηλαστικά φέρουν δύο ε., από ένα, σαν κάλυμμα, στον πάνω πόλο κάθε νεφρού. Πρόκειται για αδένες σχετικά μικρούς σε όγκο, που το συνολικό τους βάρος κυμαίνεται στον άνθρωπο από 8 έως 10 γρ …   Dictionary of Greek

  • ολιγοφρενία — (Ιατρ.). Περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία καταστάσεων που διαφέρουν μεταξύ τους σε βαθμό, αιτία, παθολογία και, από κοινωνικής μορφωτικής άποψης, έχουν πάντως ως κοινό παρονομαστή πνευματική ανεπάρκεια, διάφορης βαρύτητας. Η μελέτη της ο. έφτασε… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • υπέρταση αρτηριακή — (Ιατρ.). Μόνιμη αύξηση της αρτηριακής πίεσης πάνω από τη μέση φυσιολογική τιμή. Στον καθορισμό της υπέρτασης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη τόσο η τιμή της μέγιστης όσο και της ελάχιστης πίεσης. Kλινικά θεωρείται υπερτασικό το άτομο που έχει πάνω από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”